τριάδα

τριάδα
Oνομασία 3 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται A των Ψαχνών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (41 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 830 μ.), στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτυλίου. 3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (30 τ. χλμ.).
* * *
η / τριάς, -άδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τριάς Ν
1. σύνολο τριών μονάδων, προσώπων ή πραγμάτων
2. φρ. «η Αγία Τριάς», «η Αγία Τριάδα»
(κατά τη χριστιανική διδασκαλία) ο Θεός στις τρεις υποστάσεις του, ως Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα
νεοελλ.
1. φυσ. α) σύνολο τριών γειτονικών φασματικών γραμμών μέσα στο ίδιο φάσμα, δηλαδή με παραπλήσιες συχνότητες
β) (στην κβαντική θεωρία) κβαντική κατάσταση βαθμού πολλαπλότητας ίσου με τρία
2. χημ. ομάδα τριών χημικών στοιχείων με ανάλογες χημικές ιδιότητες, το ατομικό βάρος τού ενός από τα οποία είναι κατά προσέγγιση ίσο με τον μέσο όρο τών ατομικών βαρών τών άλλων δύο
3. ιατρ. συνύπαρξη τριών υποκειμενικών ή αντικειμενικών συμπτωμάτων, χαρακτηριστική ή ακόμη και παθογνωμονική για ορισμένη νόσο («τριάδα τού Χάτσινσον στη συγγενή σύφιλη»)
4. φρ. «τριάδα Στάινμαν»
(πετρογρ.) ομάδα πετρωμάτων που απαντά σε περιοχές γεωσυγκλίνων και αποτελείται από κερατολίθους με ακτινόζωα, σπιλίτες και σερπεντινίτες
αρχ.
1. ο αριθμός τρία
2. σύνολο τριών ημερών
3. σύστημα τριών στροφών
4. η τρίτη ημέρα
5. φρ. «τριάς ἐπῳδική» — μετρική σύνθεση ποιήματος κατά στροφή, αντιστροφή και επωδό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρι- τού αριθμτ. τρεῖς*, τρία (βλ. και λ. τρι-) + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. πεντ-άς, πεντάδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριάδα — I 1. σύνολο τριών προσώπων ή πραγμάτων: Να βαδίζετε σε τριάδες. 2. κύρ. όν., Αγία Τριάδα, η ο Θεός της χριστιανικής θρησκείας με τις τρεις υποστάσεις του, ως Πατέρας, Γιος και Άγιο Πνεύμα. II το παιχνίδι τρίλια (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριάδα — τριάς the number three fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …   Dictionary of Greek

  • Άγια Τριάδα — Sp Ãgia Triadà Ap Άγια Τριάδα/Agia Triada L Lesbo s., ŠR ir P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • τριάδ' — τριάδα , τριάς the number three fem acc sg τριάδι , τριάς the number three fem dat sg τριάδε , τριάς the number three fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • αξονομετρία — Μέθοδος παράστασης στερεών σχημάτων πάνω σε επίπεδο (προβολικό). Ονομάζεται και παράλληλη προβολή, διότι συνίσταται στην προβολή του αντικειμένου στο προβολικό επίπεδοπαράλληλα με ορισμένη διεύθυνση. Εδώ, το κέντρο προβολής, που κατά την κεντρική …   Dictionary of Greek

  • τριαδικός — ή, ό / τριαδικός, ή, όν, ΝΜΑ [τριάς, άδος] 1. αυτός που αναφέρεται στην τριάδα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγία Τριάδα («τριαδικοί κανόνες» οκτώ κανόνες κατά τους οκτώ ήχους τής βυζαντινής μουσικής οι οποίοι περιέχουν τροπάρια… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • ελλειψοειδές — Στη γεωμετρία, ε. ονομάζεται μια επιφάνεια δευτέρου βαθμού, μη εκφυλισμένη (που δεν είναι, δηλαδή, ούτε κώνος ούτε κύλινδρος ούτε ένα ζεύγος επιπέδων) και χωρίς σημεία στο άπειρο (περιορισμένη). Μια ειδική περίπτωση του ε. είναι η σφαίρα. Επίσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”